- κατακτιέμαι
- κατακτιέμαι, κατακτήθηκα, κατακτημένος βλ. πίν. 59
και πρβλ. κατακτώμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… … Dictionary of Greek
κατακτώμαι — κατακτώμαι, κατακτήθηκα, κατακτημένος βλ. πίν. 61 και πρβλ. κατακτιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής